Πρώτη φορά που πλησίασε στην όαση και ήρθε κατευθείαν στη σκηνή μου, σαν να είχε έρθει σε μας αμέτρητες φορές. Κουβαλούσε ένα βιβλίο, δυο εικόνες, με τη μορφή του Κυρίου της και της Μητέρας Του, κι ένα μικρό ασκί με νερό. Της πρόσφερα ψωμί. Και καινούργιο φόρεμα.
Μεγαλώσαμε φίλες. Ανταλλάξαμε λίγα λόγια. Εγώ περιτριγυρισμένη από τα εγγόνια των γιων μου, που εκείνη τα ονόμασε με τα ονόματα των τριών μάγων από την ανατολή. Εκείνη μόνη. Και οι δυο μας κλαίγαμε. Εγώ για εκείνη. Εκείνη για την έρημο και ίσως λίγο για μένα.
“Μικρή μου κουκουβάγια!”, μου είπε όταν αποχωριζόμασταν. Ούτε σήμερα γνωρίζω γιατί.
Την συνόδευσαν οι γιοι μου. Και οι γιοι των γιων μου. Μέχρι τον Ιορδάνη.
“Παρακάτω θα πάω μόνη”, τους είπε. Και σταμάτησαν τις καμήλες. Κατέβηκε. Κοίταξε τον καθένα τους ξεχωριστά. “Ας σας ευλογεί ο Κύριος”, τους είπε. Κι έφυγε. Χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Την είδαν να σημειώνει στην όχθη του ποταμού το σημείο του σταυρού και να διασχίζει το νερό με ήρεμα βήματα, όπως λένε ότι έκανε ο Κύριός της.
Αυτό είναι το τελευταίο που ξέρουμε γι’ αυτή. Και ότι την αγαπούσα πολύ. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Την Πετκάνα μου.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τη ζωή της οσίας Παρασκευής της Επιβατηνής, μιας μεγάλης ασκητικής μορφής των Βυζαντινών χρόνων, που είναι γνωστή και ως “η αγία των Βαλκανίων”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.