Το Άλλο πρωί πού τοῦ ἔφερε τό πρωινό ἡ καλοσυνάτη καμαριέρα, τόν βρῆκε πεσμένο στό πάτωμα. Δίπλα του ἦταν σκορπισμένα τά χάπια πού ἔπαιρνε γιά τήν κατάθλιψη.
«Ἀπόπειρα αὐτοκτονίας ἐξαιτίας ὑπερβολικῆς λήψης χαπιῶν», ἀποφάνθηκε ὁ γιατρός τῆς Μονάδας πού τόν ἐξέτασε. «Φτηνά τή γλίτωσε ὁ Κυρ-Κώστας», εἶπε. «Ὅταν συνέλθει νά τοῦ δώσετε ἐλαφριά τροφή» συνέστησε κι ἔφυγε.
῞Οταν μετά ἀπό δύο ὧρες συνῆλθε, ἀντίκρυσε τήν καλοσυνάτη καμαριέρα καί τόν στοργικό γιό του.
«Γιατί τό ἔκανες αὐτό, πατέρα;» τόν ρώτησε μέ τόνο αὐστηρό κι ἐπιπληκτικό. Ὁ γέρος ἔσκυψε τό κεφάλι κάτω καί δέν ἔβγαλε ἄχνα. Ἔφαγε τό ἐλαφρύ πρωινό πού τοῦ προσφέρανε, σηκώθηκε ὄρθιος καί πλησίασε τήν μπαλκονόπορτα. Ἄνοιξε τά παραθυρόφυλλα νά πάρει λίγο ἀέρα καί εἶπε μ᾽ ἕνα πικρό καί εἰρωνικό συνάμα χαμόγελο:
«Δωμάτιο μέ θέα»!
«Καί τί θέα, πατέρα, ὁ Ὑμηττός στό πιάτο!», σχολίασε ὁ στοργικός υἱός του.
«Ναί, παιδί μου, στό πιάτο!», ἐπανέλαβε ὁ γέρος καί ἔμεινε νά τόν κοιτάζει γιά ὥρα στά μάτια μέ ἕνα βλέμμα πού σέ σκότωνε…
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.