Από το χέρι με κρατά ετούτη η ιστορία και ‘κεί ψηλά, στα αρκαδικά βουνά με ανεβάζει. Κοιτώ ίσα μπροστά, στις γαλάζιες τους κορφές, και πρώτα θωρώ τον Πατριάρχη πάνω τους να περπατά και να ευλογά. Κι ύστερα τον Ανανία τον Δεσπότη βλέπω να δέεται στου Μυστρά την εκκλησιά, τον νεαρό Ευθύμιο να πρεσβεύει, τον ιωσήφ τον Αντωνόπουλο το άγιο δισκοπότηρο να κρατά. Κάπου εκεί κάτω, στο φαράγγι του Λούσιου του ποταμού, βλέπω τις θύρες του κρυφού Σχολειού ν ‘ανοίγουν. Ακούω το άλογο του Παπαφλέσσα μέσα στη νυχτιά να καλπάζει. Κι οι πόρτες του αρχοντικού των Αντωνοπουλαίων βλέπω να ανοίγουν…
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.